ανθρακοβριθής

ανθρακοβριθής
(-ούς), -ές
αυτός που έχει πολλούς άνθρακες, που είναι γεμάτος άνθρακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγια σύνθετη λ. < άνθος + -βριθής < βρίθω (πρβλ. ανεμοβριθής, ανθοβριθής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανθρακοπληθής — ( ούς), ές ο ανθρακοβριθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + πληθής < πλήθος < πίμπλημι (πρβλ. γυναικοπληθής, αεροπληθής, αστεροπληθής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”